καλοσόδειαστος

καλοσόδειαστος
-η, -ο
1. αυτός που παρέχει καλή σοδειά («καλοσόδειαστα χωράφια»)
2. ως ευχή για καλή, πλούσια σοδειά («καλοσόδειαστο νά 'ναι το στάρι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)-* + σοδειάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”